ἀνεβρύαξαν

ἀνεβρύαξαν
ἀναβρυάζω
neigh aloud
aor ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιππαπαί — ἱππαπαῑ (Α) κραυγή τών ιππέων («ἀνεβρύαξαν, ἱππαπαῑ τίς ἐμβαλεῑ;», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λογοπαίγνιο τού Αριστοφάνη στην κωμωδία Ίππῆς, κατά το ρυππαπαῑ, κραυγή τών κωπηλατών] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”